- παμφάγου
- παμφάγοςall-devouringmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κονδύλαρθρα — (condylarthra). Τάξη οπληφόρων θηλαστικών που έχουν εξαφανιστεί. Τα κ. έζησαν κυρίως κατά το παλαιόκαινο, αν και ορισμένες μορφές επέζησαν και στο ηώκαινο. Τα κ., που θεωρούνται προγονικές μορφές των σύγχρονων oπληφόρων, είχαν κοντά μέλη, πόδια… … Dictionary of Greek
νάμα — και ανάμα, το (ΑΜ νᾱμα, Μ και νᾱμαν) νερό που αναβλύζει από πηγή (α. «να γεμίζουν εν αγγείον νερόν... από το πλούσιον νάμα τού Προφήτου Ηλιού», Παπαδιαμ. β. «Κασταλίας τε νᾱμα», Σοφ.) 2. (κατ επέκτ.) πηγή, βρύση 3. (γενικά) οτιδήποτε ρέει ή… … Dictionary of Greek